Πόπλιος

Πόπλιος
Πόπλιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… …   Dictionary of Greek

  • Σκιπίων Αφρικανός Πόπλιος Κορνήλιος — (Publius Cornelius Scipio Africanus) (235 183 π.Χ.). Το 211 στάλθηκε στην Ισπανία για ν’ αντικαταστήσει τον πατέρα του και το θείο του που είχαν σκοτωθεί, και κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να την αποσπάσει από την καρχηδονιακή επιρροή. Το 205 π.Χ …   Dictionary of Greek

  • Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλιηνός, Πόπλιος Λικίνιος Εγνάτιος — (Publius Licinius Egnatius Gallienus, 218; – 268 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253 268), γιος του αυτοκράτορα Βαλεριανού. Το 253, με τον τίτλο του αυγούστου, μοιράστηκε με τον πατέρα του τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας σε μία από τις πιο… …   Dictionary of Greek

  • Γέτας, Πόπλιος Σεπτίμιος — (Publius Septimius Geta, 189 – 212 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (209 212), συμβασιλέας του πατέρα του Σεπτίμιου Σεβήρου και έπειτα του αδελφού του Καρακάλλα, από τον οποίο και δολοφονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • Θρασέας, Πόπλιος Κλαύδιος Παίτος — (Publius Clodius Thrasea Paetus, ; – 66 μ.Χ.). Ρωμαίος συγκλητικός και στωικός φιλόσοφος. Έζησε στην εποχή του Νέρωνα. Το 59 μ.Χ. κατήγγειλε τον αυτοκράτορα ως μητροκτόνο και εμπόδισε τη Σύγκλητο να καταδικάσει σε θάνατο τον πραίτορα Αντίσιο, ο… …   Dictionary of Greek

  • Κάτων, Πόπλιος Βαλέριος — (PubliusValeriusCato, 1ος αι. π.Χ.). Γραμματικός και ποιητής. Ανατράφηκε στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία και πέρασε τη ζωή του σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Έγραψε ποιητικά και άλλα έργα. Ήταν η ηγετική φυσιογνωμία των λεγόμενων νέων ποιητών… …   Dictionary of Greek

  • Κλώδιος, Πόπλιος Άππιος — (93 π.Χ. – 52 π.Χ.). Ρωμαίος δημαγωγός. Καταγόταν από την Κλαυδία γενεά των πατρικίων και σύντομα αναδείχθηκε σε παράφρονα ταραξία. Ήταν ο πρώτος της γενεάς, ο οποίος μετέτρεψε το όνομά του, κατά την ορθογραφία και την προφορά, για να του δώσει… …   Dictionary of Greek

  • Κόκλης, Οράτιος Πόπλιος — (Οratius Poplius Cocles, 6ος αι. π.Χ.). Θρυλικός Ρωμαίος ήρωας, γνωστός για την ικανότητά του στην κολύμβηση. Απέκτησε το προσωνύμιο Κόκλης (μονόφθαλμος), επειδή έχασε το ένα μάτι του, όταν πολεμούσε εναντίον του Πορσήνα, βασιλιά των Ετρούσκων.… …   Dictionary of Greek

  • Σκιπίων Πόπλιος Κορνήλιος — (Publius Cornelius Scipio). Ύπατος το 218· προσπάθησε ν’ ανακόψει την πορεία του Αννίβα στην Ιταλία κοντά στο Τίκινο, αλλά νικήθηκε και τραυματίστηκε. Μεταξύ 216 και 212 κατάλαβε μεγάλο μέρος της Ισπανίας, αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε το 211, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”